- γνωμοδότης
- οο ειδικός που εκφράζει έγκυρη γνώμη για κάποιο θέμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γνωμοδότης — ο αυτός που εκφέρει υπεύθυνη γνώμη ως ειδικός … Dictionary of Greek
γνωμοδότης — γνωμοδοτέω give advice imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμοδοσία — η η γνωμοδότηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γνωμοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στον Αθ. Χριστόπουλο] … Dictionary of Greek
γνωμοδοτικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη γνωμοδότηση 2. αρμόδιος μόνο για γνωμοδότηση και όχι για λήψη αποφάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γνωμοδότης Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Σπυρ. Αντωνιάδη] … Dictionary of Greek